τρύπης

τρύπης
τρύπη
hole
fem gen sg (attic epic ionic)
τρύ̱πης , τρυπάω
bore
pres ind act 2nd sg
τρύ̱πης , τρυπάω
bore
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψελιοτρύπης — ὁ, Μ είδος δακτυλίου που διατρυπούσε τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψέλιον «κρίκος» + τρύπης (< τρυπῶ)] …   Dictionary of Greek

  • Καραβάς — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 103 κάτ.) των Κυθήρων. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιά. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 79 κάτ.) στην πρώην… …   Dictionary of Greek

  • Μιστρά, δήμος — Νέος δήμος (4.608 κάτ.) του νομού Λακωνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγίας Ειρήνης, Αγίου Ιωάννου, Αναβρυτής, Λογγάστρας, Μαγούλας, Μιστρά, Παρορείου, Σουστιάνων, Τρύπης, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”